- ψίξ
- -ιχός, ὁ, ἡ, ΜΑη ψίχα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. ψίω* «τρέφω, ταΐζω» και έχει σχηματιστεί με ουρανικό πρόσφυμα -χ- (πρβλ. ψή-χ-ω, τρύ-χ-ω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψίξ — ψί̱ξ , ψίξ crumb masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψῖχα — ψίξ crumb masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψῖχας — ψίξ crumb masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψῖχες — ψίξ crumb masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
троха — трохи, трошки немного , зап., южн. (Даль), троху, трошку – то же, смол., укр. троха, трохи – то же, блр. трохi, троху, сербск. цслав. троха ψίξ, др. русск. трошьнъ мелкий , по трошьну подробно (см. Срезн. III, 1004), болг. троха крошка хлеба,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κοψίχη — κοψίχη, ἡ (AM) ξεροκόμματο για τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοψ τού κόπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κοψ α) + ψίχη, μεταπλασμένος τ. τού ψιξ, χός «κομμάτι ψωμιού»] … Dictionary of Greek
ψίχα — η, ΝΜ 1. το εσωτερικό, μαλακό μέρος τού ψωμιού 2. στον πληθ. οι ψίχες και αἱ ψίχαι τα ψίχουλα νεοελλ. 1. το εσωτερικό ορισμένων ξηρών καρπών («η ψίχα τού αμυγδάλου») 2. μτφ. ελάχιστη ποσότητα από κάτι («δώσε μου μια ψίχα καφέ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ … Dictionary of Greek
ψίχαλο — το, Ν ψίχουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + κατάλ. αλο (πρβλ. ρόπ αλο)] … Dictionary of Greek
ψίχουλο — το, Ν 1. τριμμένο κομματάκι ψωμιού, ψιχίο 2. μτφ. ελάχιστη ποσότητα από κάτι («τα χρήματα που τού δίνει είναι ψίχουλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + κατάλ. ουλο] … Dictionary of Greek
ψιχάρπαξ — αγος, ὁ, Α (ως ονομασία ενός ποντικού στην Βατραχομυομαχία) αυτός που αρπάζει τα ψίχουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + ἅρπαξ, αγος] … Dictionary of Greek